Ν

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monotonic

Ν: ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το ν είναι οδοντικό ή ουρανικό υγρό σύμφωνο, το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο δ. Διαλεκτικές μεταβολές:
I. 1. στη Δωρ., το ν αντικαθιστά το λ, βλ. Λ, λ 2.
2. στην Αττ. και Δωρ. αντί μ, βλ. Μ, μ II. 2·
II. μεταβολές χάριν ευφωνίας:
1. σε γ πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ, και πριν από το ξ, όπως ἔγγονος, ἔγκαιρος, ἐγχώριος, ἐγξέω, κ.λπ.
2. σε μ πριν από τα χειλικόφωνα β, π, φ, και πριν από το ψ, όπως σύμβιος, συμπότης, συμφυής, ἔμψυχος· ομοίως, πριν από το μ, όπως ἐμμανής.
3. σε λ πριν από το λ, όπως ἐλλείπω, συλλαμβάνω.
4. σε ρ πριν από το ρ, όπως συρράπτω· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. ἐν, το ν μερικές φορές παραμένει πριν από το ρ, όπως ἔνρυθμος.
5. σε σ πριν από το σ, όπως σύσσιτος, πάσσοφος.
III. το ονομαζόμενο «νῦ ἐφελκυστικόν» προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε -σι, όπως ἀνδράσιν· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε -σι, όπως εἰλήφασιν· στο γʹ ενικ. σε , , όπως ἔκτανεν, δείκνυσιν· στην κατάληξη -σι που δηλώνει τόπο, όπως Ἀθήνῃσι, Ὀλυμπίασι· στην Επικ. κατάληξη -φι, όπως ὀστεόφιν· στο αριθμητικό εἴκοσι· στα επιρρ. νόσφι, πέρυσι· στα εγκλιτ. μόρια κέ και νύ· αυτό το ν χρησιμοποιείται κυρίως για να αποφεύγεται η χασμωδία, όπου ακολουθούσε φωνήεν.