τμῆσις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, (τέμνω)
A cutting, Arist. de An.412b28; τάφρων PHal. 1.107 (iii B. C.). 2 (τέμνω IV. 3) ravaging, γῆς Ἑλληνικῆς Pl.R. 470a. 3 logical division, Id.Plt.276d. II = τμῆμα, section, Id.Smp.190e.
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, 1) das Schneiden, Abschneiden, Plat. Conv. 190 e; τῆς γῆς, Verheeren des Landes durch Abhauen der Bäume u. Zerstören der Feldfrüchte, Plat. Rep. V, 470 a. – 2) der Schnitt, Hieb, das Zer-, Vertheilen, Plat. Polit. 276 d.
Greek (Liddell-Scott)
τμῆσις: -εως, ἡ, (τέμνω) τὸ τέμνειν ἢ κόπτειν, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 11. 2) ἡ τμ. τῆς γῆς, ἡ δῄωσις ἢ καταστροφὴ καὶ ἐρήμωσις χώρας, Πλάτ. Πολ. 470Α· πρβλ. κείρω ΙΙ. 2, τέμνω IV. 3. 3) διαίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276D. II. = τμῆμα, τεμάχιον, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de couper, particul. de dévaster par le fer;
2 coupure, section ; division;
3 t. de gramm. tmèse, séparation de deux mots simples formant un composé, notamment des préverbes dans la poésie épique (ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν p. μῦθον ἐπέτελλεν).
Étymologie: τέμνω.
Greek Monotonic
τμῆσις: -εως, ἡ (τέμνω)·
I. κόψιμο· ἡ τμῆσις τῆς γῆς, καταστροφή και ερήμωση χώρας, σε Πλάτ.
II. = τμῆμα, τεμάχιο, στον ίδ.