εἰσωθέω

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσωθέω Medium diacritics: εἰσωθέω Low diacritics: εισωθέω Capitals: ΕΙΣΩΘΕΩ
Transliteration A: eisōthéō Transliteration B: eisōtheō Transliteration C: eisotheo Beta Code: ei)swqe/w

English (LSJ)

   A thrust into, τι ἐς τὸ ἔσω μέρος Hp.Art.34 ; χεῖρα Aret.SD 2.1 ; ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4 :—Med., force oneself into, press in, X.An.5.2.18 ; εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.Fr.12.

German (Pape)

[Seite 747] (s. ὠθέω), hineinstoßen, -drängen, Sp.; Med. bei Xen. An. 5, 2, 18 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ εἴσω, τι εἴς τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 2. 1, σ. 49: - Μέσ., ὠθῶ ἐμαυτὸν εἴσω, εἰσορμῶ, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 18· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78 εὑρίσκομεν τὸν τύπον εἰσωθίζομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hp.Steril.248, Philostr.VA 2.11

• Morfología: [aor. inf. εἰσωθῆναι (quizá l. εἴσω θεῖναι) Thdt.HE 5.39.23]
I en v. med., intr.
1 entrar empujando, meterse por la fuerza νικῶσι τοὺς ἐκπίπτοντας οἱ εἰσωθούμενοι los que entran a empujones vencen a los que salen X.An.5.2.18, εἰς τοὺς ὄχλους Porph.Hist.Phil.12, τὸν ἐκ τῆς βίας εἰσωθούμενον ὄγκον μὴ στέγοντες Ast.Am.Hom.14.2.3.
2 meterse hacia dentro εἰσωθούμενα γὰρ τὰ ἀνδρεῖα μόρια γυναικεῖα γίνεται Olymp.in Alc.189.
II en v. act., tr.
1 medic., esp. cirug. empujar presionando τὸ μὲν γὰρ ἐξεστεὸς ἐσωθεῖν χρὴ ἐς τὸ ἔσω μέρος en una mandíbula desencajada, Hp.Art.34, ἐρείσαντά κῃ τὴν χεῖρα κατὰ λαγόνα εἰσωθεῖν apoyando en algún punto del costado la mano debes presionar Aret.SD 2.1.5
forzar, intentar por la fuerza κατὰ τῆς σύριγγος εἰσωθεῖς βίᾳ εἰσελθεῖν Hippiatr.Lugd.145.
2 introducir, meter haciendo presión, c. giro prep. (τὸν κάπρον) εἰς χίονα πολλήν Apollod.2.5.4, τὴν κεφαλὴν ἐς τὴν φάρυγγα (τοῦ θηρίου) Philostr.l.c., ῥάβδον παχεῖαν ... διὰ τῆς ἕδρας Thdt.l.c., παρ' αὐτὰς ἔνδον τὰς στάλικας Lib.Descr.10.4
fig. διὰ τῆς ἀληθείας ... τὴν αἰχμὴν εἰσωθοῦντι Gr.Nyss.Trin.4.6
c. pron. refl. πρὸς τὴν ἱερωσύνην ἑαυτὸν εἰσωθοῦντα Gr.Nyss.V.Mos.130.13, ἑαυτὸν εἰσωθεῖ εἰς τοὺς κινδύνους Chrys.M.60.331, τῆς ψυχῆς ἔνδον ἑαυτὴν εἰσωθούσης cuando el alma se interioriza a sí misma Chrys.M.58.532, cf. M.47.492, en v. pas. τὸ τρῆμα, δι' οὗ ὁ ἀὴρ εἰσωθεῖται Hero Spir.1.11.

Greek Monotonic

εἰσωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω με δύναμη μέσα, — Μέσ., πιέζω τον εαυτό μου πάνω σε, σε Ξεν.