ἀποκυλίω
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
A roll away, LXX Ge.29.3,al., D.S.14.116, Ev.Matt.28.2, Apollod.3.15.7:—Pass., Luc. Rh.Pr.3.
German (Pape)
[Seite 309] = άποκυλίνδω, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῠλίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], κυλίω μακράν, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ. - Παθ., Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire rouler;
2 intr. rouler.
Étymologie: ἀπό, κυλίω.
Spanish (DGE)
1 echar a rodar, hacer rodar λίθουςἈρχ.Ἐφ. 1923.39.59 (Oropo IV a.C.), τὸν λίθον LXX Ge.29.3, τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς στρωμνῆς LXX Iu.13.9, cf. Eu.Matt.28.2, Apollod.3.15.7, D.S.14.116, en v. pas., Luc.Rh.Pr.3, Eu.Luc.24.2.
2 fig. en v. med.-pas. caer en εἰς ἕτερον (ἔγκλημα) ἀπεκυλίσθησαν S.E.M.11.34, cf. Anon.Mirac.Thecl.41.19.
English (Strong)
from ἀπό and κυλιόω; to roll away: roll away (back).
English (Thayer)
future ἀποκυλίσω; 1st aorist ἀπεκυλισα; perfect passive (3rd person singular ἀποκεκύλισται R G L but T Tr WH, ἀνακεκυλισται), participle ἀποκεκυλισμενος; to roll off or away: Josephus, Antiquities 4,8, 37; 5,11, 3; Lucian, rhet. praec. 3.) But see ἀνακυλίω.
Greek Monotonic
ἀποκῠλίω: μέλ. -ίσω [ῑ], κυλώ μακριά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., σε Λουκ.