ἀπρήϋντος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον,
A implacable, AP7.287 (Antip.), Nonn.D.28.1, al.
German (Pape)
[Seite 338] ep. = ἀπράϋντος, nicht zu beschwichtigen, grausam, θάλασσα Ant. Th. 69 (VII, 287).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρήϋντος: -ον, Ἀττ. ἀπράϋντος, ἀδιάλλακτος, ἀνεξίλαστος, Ἀνθ. Π.7. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, implacable.
Étymologie: ἀ, πραΰνω.
Spanish (DGE)
-ον
cruel, implacable θάλασσα AP 7.287 (Antip.), ἔρις Nonn.D.28.1.
Greek Monotonic
ἀπρήϋντος: -ον, Αττ. ἀπρα- (πραΰνω), αδιάλλακτος, αμείλικτος, σε Ανθ.