ἄσκοπος

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκοπος Medium diacritics: ἄσκοπος Low diacritics: άσκοπος Capitals: ΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: áskopos Transliteration B: askopos Transliteration C: askopos Beta Code: a)/skopos

English (LSJ)

(A), ον, (σκοπέω)

   A inconsiderate, heedless, Il.24.157, Timo 5, etc.; ὄμμα Parm.1.35; ἄσκοποί τινος unregardful of... A.Ag.462 (lyr.). Adv. -πως heedlessly, Babr.95.39.    II Pass., not to be seen, invisible, πλάκες ἄ., of the nether world, S.OC1682 (lyr.), cf. E.Hyps.Fr.57.21 (lyr.).    2 not to be understood, unintelligible, ἔπος A.Ch.816 (lyr.), cf. S.Ph.IIII (lyr.); πρᾶγος Id.Aj.21; ἄ. χρόνος unknown time, Id.Tr.246; unimaginable, ἄ. ἁ λώβα Id.El.864 (lyr.); bewildering, strange, ἤργασαι δέ μ' ἄσκοπα ib.1315.    3 = ἄσκεπτος, unconsidered, Gal.7.432.
ἄσκοπος (B), ον, (σκοπός)

   A aimless, βέλος D.H.8.86; κίνησις Phlp. in Ph.846.25; ἄσκοπα τοξεύειν Luc.Tox.62. Adv. -πως, εἰκῇ καὶ ἀ. χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν Plb.4.14.6; πλανώμενος ἀ. Plu.Dio49; ἀ. λόγους ῥίπτειν Longus 4.31, cf. Ath.Mech.3.9, Cleom.2.4, Phlp.in Ph.902.19; οὐκ ἀ. εἰκάζειν J.AJ2.2.3, cf. Gal.18(1).768, Alex.Aphr. Pr.Anecd.I.

German (Pape)

[Seite 371] 1) unvorsichtig, unbedachtsam, Il. 24, 157. 186; οὐκ ἄσκ. θεοὶ τῶν πολυκτόνων Aesch. Ag. 449, d. i. wohl beachtend. – 2) ungesehen, πλάκες Soph. O. C. 1680; unvorhergesehen, unbegreiflich, πρᾶγος, λώβα Ai. 21 Phil. 1111 El. 864; dunkel, ἔπος Aesch. Ch. 803. – 3) (σκόπος), ohne Ziel, unendlich, χρόνος Soph. Tr. 246; ἄσκοπα τοξεύειν, das Ziel nicht erreichen, Luc. Tox. 62; βέλος Dion. Hal. 8, 86.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
I. inconsidéré, irréfléchi;
II. 1 qu’on ne peut observer, invisible;
2 qu’on ne peut se représenter, inintelligible, obscur, impossible à prévoir, incroyable, incalculable, immense.
Étymologie: ἀ, σκέπτομαι.

English (Autenrieth)

(σκοπέω): inconsiderate, Il. 24.157.

Spanish (DGE)

-ον
A I1de pers. que no ve, que no se fija de Aquiles οὔτε γὰρ ἐστ' ἄφρων, οὔτ' ἄ. pues no es insensato ni atolondrado, Il.24.157, 186, de Protágoras οὔτ' ἀλιγυγλώσσῳ οὔτ' ἀσκόπῳ οὔτ' ἀκυλίστῳ ni de una voz no clara, ni despreocupado, ni inconmovible Timo SHell.779.2
de los dioses τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι pues no dejan de fijarse en los homicidas A.A.462.
2 fig. ciego νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα dirigir una mirada perdida Parm.B 7.4, ἄσκοπον δέ πως βλέπων mirando sin ver A.Ch.816.
3 que no deja ver, impenetrable οἷσιν ὀμίχλη ἄ. ἐσσομένων Triph.311.
II 1que no se deja ver πάντ' ἄρ' ἐνὶ στήθεσσιν ἔθηκεν ἄσκοπά τε γνῶναι Il.Pers.4.6, ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν S.OC 1681, ὅσον ἄσκοπον ἀφεῖται cuanto se deja sin considerar Gal.7.432, de los ángeles AP 1.34, 36 (Agath.).
2 que no se puede considerar o comprender κἀπὶ ταύτῃ τῇ πόλει τὸν ἄσκοπον χρόνον βεβὼς ἦν ἡμερῶν ἀνήριθμον; ¿y en esa ciudad pasó este tiempo inconcebible durante días sin cuento? S.Tr.246, ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη palabras oscuras y veladas S.Ph.1111, ἄσκοπον ... φωνήν un sonido confuso Nonn.D.45.7, εἴργασαι δέ μ' ἄσκοπα me has hecho cosas increíbles S.El.1315, πρᾶγος ἄσκοπον ἔχει περάνας ha perpetrado una locura inimaginable S.Ai.21
dud. αος ἄσκοπον E.Fr.57.21Bond.
B que no tiene objetivo o finalidad βέλος D.H.8.86, ἄσκοπα τετοξεύκαμεν Luc.Tox.62, ἡ ... κίνησις οὐκ ἄ. ἐστι τῇ φύσει Phlp.in Ph.846.25.
C adv. -ως
1 atolondradamente λέων δ' ἀπ' εὐνῆς ἀ. ἐφορμήσας Babr.95.39
irreflexivamente ἀ. χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν Plb.4.14.6.
2 sin atención, inintencionadamente, inadecuadamente πλανώμενος ἐν ταῖς πράξεσιν ἀ. Plu.Dio 49
c. neg. οὐκ ἀ. ὀμφαλὸν τὸ ἄστυ τῆς χῶρας ἐκάλεσαν I.BI 3.52, cf. AI 2.15, οὐκ ἀ. μοὶ δοκεῖ Gal.18(1).768, τοῦτο οὔτε Δρύας ἀ. ἔρριψε Longus 4.31.1.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσκοπος, -ον) σκοπώ (-έω)]
1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος
2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος
αρχ.
1. ο αθέατος, ο αόρατος
2. ο απροσδόκητος
3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.———————— (II)
ἄσκοπος, -ον (Α) σκοπός]]
αυτός ο οποίος δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).

Greek Monotonic

ἄσκοπος: -ον (σκοπέω
I. απερίσκεπτος, άστοχος, σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσεκτος σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αισχύλ.
II. 1. Παθ., αόρατος, αθέατος, σε Σοφ.
2. αυτός που δεν μπορεί να γίνει ορατός, ακατανότος, ασαφής, σκοτεινός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ακατανόητος, ανυπολόγιστος, στο ίδ.
ἄσκοπος: -ον (σκοπός), άσκοπος, μάταιος, τυχαίος, σε Λουκ.