δυσθυμία

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθῡμία Medium diacritics: δυσθυμία Low diacritics: δυσθυμία Capitals: ΔΥΣΘΥΜΙΑ
Transliteration A: dysthymía Transliteration B: dysthymia Transliteration C: dysthymia Beta Code: dusqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A despondency, despair, Hp.VM10, Pl.Lg.666b, etc.; πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν E.Supp.696: pl., Id.Med.691, S.Fr.663, Arist.Pr.954b35, Ph.2.99.    II ill-temper, Them.Or.13.172c.

German (Pape)

[Seite 681] ἡ, Mißmuth, Traurigkeit, Soph. frg. 584; Eur. Suppl. 718; Plat. Tim. 87 a Legg. II, 566 b; Pol. 1, 31 u. Sp., wie Plut. Them. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθῡμία: ἡ, ἀθυμία, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12 κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 584, Πλάτ., κτλ.· πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν Εὐρ. Ἱκ. 696· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Μηδ. 691, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
découragement, affliction.
Étymologie: δύσθυμος.

Spanish (DGE)

(δυσθῡμία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.VM 10, Mul.2.182
1 desánimo, desaliento, abatimiento χωρεῖ πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν E.Supp.696, cf. Fr.822, Pl.Lg.666b, Chrysipp.Stoic.3.19.33, 3.26.4, Ammon.Diff.99, tb. en plu. τίκτουσι γάρ τοι καὶ νόσους δυσθυμίαι S.Fr.663, cf. E.Med.691, Ph.2.99, Lib.Or.11.152, Basil.M.31.373A, δ. καὶ δυσελπιστία Plb.1.71.2, παράτασις ... καὶ δ. Plb.15.25.7, ἀκρισία, ταραχή, δ. Plb.38.15.8, op. εὐθυμία Hom.Clem.13.5.3, Plu.2.473b, δ. καὶ κατήφεια D.H.10.59, λύπη καὶ δ. D.Chr.67.7, ἥ τε τῶν περὶ Κάμιλλον ἄγνοια παρεῖχε δυσθυμίαν Plu.Cam.28, ἰάσασθαι τὴν δυσθυμίαν Polyaen.2.3.12, λύπης ἁπάσης καὶ δυσθυμίας κουφίζει ... οἶνος el vino aligera de cualquier pena y desánimo Gal.4.777, cf. Gr.Nyss.V.Macr.389.15
c. gen. subjet. ἡ τοῦ γήρως δ. el abatimiento que sienten los ancianos Thphr.Fr.120, c. gen. obj. δυσθυμίᾳ τοῦ ζῆν περιεχομένη agobiada ante el abatimiento por su vida en la enfermedad de un ser querido POxy.3555.37 (I/II d.C.)
medic. decaimiento, distimia, incluso depresión en estados frec. asociados a la melancolía ἢν φόβος ἢ δ. πολὺν χρόνον διατελῇ, μελαγχολικὸν τὸ τοιοῦτον Hp.Aph.6.23, ἄση ... καὶ δ. Hp.Mul.2.182, cf. VM 10, Epid.3.1.6, tb. en plu., Hp.Epid.1.18, 3.1.11, δυσκολία καὶ δ. como enfermedades del alma, Pl.Ti.87a, cf. Gal.16.174, 19.416, ἄλογοι δυσθυμίαι Arist.Pr.954b35, δυσθυμίαι μελαγχολικαί Gal.8.179, por mordeduras de serpiente, Eutecnius Th.Par.16.13, 17.19.
2 mal carácter οἷα ἀπέλαυσας τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς δυσθυμίας Them.Or.13.172c.

Greek Monolingual

η (Α δυσθυμία)
έλλειψη καλής ψυχικής κατάστασης, αδιαθεσία, κακοκεφιά
αρχ.
1. δυσφορία, δυσαρέσκεια
2. οργή.

Greek Monotonic

δυσθῡμία: ἡ, απελπισία, βαρυθυμία, αποθάρρυνση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.