δυσσύνοπτος

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσσύνοπτος Medium diacritics: δυσσύνοπτος Low diacritics: δυσσύνοπτος Capitals: ΔΥΣΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dyssýnoptos Transliteration B: dyssynoptos Transliteration C: dyssynoptos Beta Code: dussu/noptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à voir d’ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).

Greek Monotonic

δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.