ἐμμέλεια
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ἡ, (ἐμμελής)
A harmony in music or the fit modulation of spoken words, D.H.Dem.50: generally, harmony, gracefulness, ἀνασῴζειν τὴν ἐ. Plu.2.747b; ἐ. ἀγριοφανῆ καὶ αὐστηράν, of Pan, Corn. ND27; οὐ παρέργως, ἀλλὰ μετά τινος ἐ. Jul.Or.7.217a. II a tragic dance, opp. πυρρίχη, Pl.Lg.816b; opp. σίκιννις and κόρδαξ, Ath.1.20e, 14.631d, Luc.Salt.26; the tune of this dance, Hdt.6.129. II Com., ἐ. κονδύλου knuckle-dance, Ar.V.1503.
German (Pape)
[Seite 808] ἡ, 1) das Zusammentreffen im Gesange, Plut. oft; angemessene Modulation der Stimme im Sprechen, D. Hal. de admir. vi Dem. 50 u. öfter, wie Plut. – Übh. Uebereinstimmung, Angemessenheit, Comp. Lyc. et Num. 4 u. öfter, bes. in der Sprache, Concinnität. – 2) der Chortanz in der Tragödie, VLL.; übh. ein ernster, anständiger Tanz, Her. 6, 129; Plat. Legg. VII, 816 b; Ath. I, 21 e XIV, 631 c; vgl. auch Luc. salt. 22. Bei Ar. Vesp. 1503 komisch ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμέλεια: ἡ, (ἐμμελὴς) πλήρης ἁρμονία ἐν τῇ μουσικῇ ἢ ἡ ἁρμόζουσα τροποποίησις τῆς φωνῆς κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50: - καθόλου, ἁρμονία, χάρις, Λατ. concinnitas, Πλούτ. 2. 747Β· ἁρμοδιότης, καταλληλότης, ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 14. ΙΙ. μεγαλοπρεπής, τραγικὴ ὄρχησις, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὴν πολεμικὴν ὄρχησιν, τὴν πυρρίχην, Πλάτ. Νόμ. 816Β, καὶ πρὸς τὴν σατυρικήν, τὴν σίκιννιν καὶ τὴν ἀκόλαστον κωμικὴν ὄρχησιν, τὸν κόρδακα, Ἀθήν. 20Ε, 631C. Λουκ. π. Ὀρχ. 26· τὸ μέλος ταύτης τῆς ὀρχήσεως, Ἡρόδ. 6. 129, ἔνθα Schweigh., πρβλ. Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 897· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1503 σκωπτικῶς ὁμιλεῖ περὶ ἐμμελείας κονδύλου, ὡς εἰ ἔλεγεν ἐμμέλεια ᾠδῆς.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 justesse du son ou de la voix dans un chant ; fig. juste proportion, harmonie, grâce;
2 sorte de danse grave et mesurée ou danse tragique ; air de cette danse.
Étymologie: ἐμμελής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἐνμ- PHarris 207.11, PBeatty Panop.1.188 (ambos III d.C.)
1 preocupación, cuidado περί τε δεῖπνα καὶ γυμνάσια ... (τῶν παίδων) ἐμμελείαις καὶ διακοσμήσεσιν sobre preocupaciones y disposiciones respecto a los banquetes y ejercicios gimnásticos (de los muchachos) Plu.Comp.Lyc.Num.4, μετὰ πάσης ἀκριβείας τε καὶ ἐμμελείας Euagr.Schol.HE 2.4 (p.50).
2 diligencia, solicitud σὺν ἐμμελείᾳ τῇ πάσῃ καὶ ἐπιστρεφείᾳ Eus.VC 4.8, cf. Basil.M.32.68A, Hippol.Haer.5.13.12, Gr.Naz.M.37.1066A, Chrys.M.52.634, Lyd.Mag.3.2
•como trat. honoríf. ἡ ἐ. ἡ σή su Diligencia de la diaconisa Olimpia, Chrys.Ep.8.1a, en pap. para dirigirse a distintos cargos administrativos locales ἡ σὴ ἐ. PHarris l.c. (III d.C.), PMich.793.6, a un σύνδικος POxy.4366.6, a un beneficiarius τῆς σῆς μισοπονήρου ἐνμελείας CPR 5.12.5 (todos IV d.C.), tb. ref. a un estratego σου ἡ ἐ. POxy.4089.8 (IV d.C.), a los procuradores de la Alta y Baja Tebaida ἡ σὴ ἐ. PBeatty Panop.l.c., ἡ ἐ. αὐτοῦ PBeatty Panop.1.355 (III d.C.), al procurador de la Heptanomía ἡ ἐ. τοῦ κυρίου μου POxy.2114.4 (IV d.C.)
•en plu. dirigido a un λογιστής y a un ἔκδικος: ἡ ὑμῶν ἐ. vuestras Diligencias, POxy.3195.32, a dos oficiales de policía POxy.3393.22 (ambos IV d.C.).
• Etimología: Cf. μέλω.
-ας, ἡ
I concr.
1 danza trágica, danza del coro de la tragedia A.Fr.424a, op. πυρρίχη ‘danza guerrera’ y tb. como n. común a ambas, Pl.Lg.816b, op. κόρδαξ ‘danza de la comedia’ y σίκιννις ‘danza del drama satírico’, Aristox.Fr.104, Ariston.Fr.Hist.1, Poll.4.99, Anon.Trag.11, Ath.631d, Luc.Salt.26, cóm. ἀπολῶ ... αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου me lo cargaré con una danza de puños Ar.V.1503.
2 acompañamiento musical, música de la danza trágica ἐκέλευσέ οἱ τὸν αὐλητὴν αὐλῆσαι ἐμμέλειαν Hdt.6.129.
3 n. de una parte de la tragedia correspondiente al coro op. πάροδος, στάσιμον, κομματικά y ἔξοδος Poll.4.53, cf. Anon.Trag.1.
II como abstr.
1 musicalidad, melodía, armonía de una composición musical o danza, Thphr.Fr.89.12, Plu.2.456b, 747b, Hld.3.3.1, φωνῆς Ph.1.71, Ath.623d, ἐ. ἀγριοφανὴς καὶ αὐστηρά la de Pan, Corn.ND 27.
2 ret., lit. cadencia armoniosa, armonía de las palabras de una composición, D.H.Dem.50.3, cf. Comp.25.34 (cód.), οὐ παρέργως ἀλλὰ μετά τινος ἐμμελείας ἡ ... ἐγκαταμέμικται γραφή la narración está incluida no como algo accesorio, sino con cierta armonía Iul.Or.7.217a, τῆσδε τῆς ποιήσεως Eust.1498.39.
3 armonía, mesura, discreción ἐ. καὶ ῥυθμός de los bien educados, Plu.Dio 1, ἐν τάξει καὶ μετ' ἐμμέλειας con orden y concierto Plu.2.550f, cf. Phlp.Aet.265.28, ἡ περὶ γάμον καὶ οἶκον ἐ. Plu.2.138c, ἑκάστου κατ' ἐμμέλειαν ἣν εἴληχε τάξιν οἰκονομοῦντος ref. a la repartición entre los dioses de los cuatro elementos, Heraclit.All.25, cf. Gr.Naz.M.36.503C, ἡ μνήμη τῆς σῆς πραότητος καὶ ἐμμελείας Basil.Ep.34.
• Etimología: Cf. μέλος.
Greek Monolingual
η (AM ἐμμέλεια)
μουσικότητα, μελωδικότητα, αρμονία
αρχ.-μσν.
η όρχηση του τραγικού χορού
αρχ.
1. συμμετρία, χάρη, ευρυθμία
2. αρμονική διαμόρφωση («τὴν περί γάμον καί οἶκον ἐμμέλειαν ἡρμονισμένην παρέχειν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐμμέλεια: ἡ (ἐμμελής), αρμονία μουσική ή ομιλίας· μεγαλοπρεπής τραγική όρχηση, σε Πλάτ.· το μέλος, η μελωδία αυτής της όρχησης, σε Ηρόδ.