ἐπήβολος

From LSJ
Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήβολος Medium diacritics: ἐπήβολος Low diacritics: επήβολος Capitals: ΕΠΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: epḗbolos Transliteration B: epēbolos Transliteration C: epivolos Beta Code: e)ph/bolos

English (LSJ)

(Aeol. ἐπάβ- dub. in Sapph. Supp.10.2), ον,

   A having reached, achieved, or gained a thing, c. gen., οὐ νηὸς ἐ. οὐδ' ἐρετάων γίγνομαι Od.2.319; τούτων ἐ. Hdt.9.94; ἱματίου ἐ. γενέσθαι PSI4.418.22 (iii B.C.); τούτων τῶν θεῶν ἐ. in possession of .., Hdt.8.111; τερπνῆς . . τῆσδ' ἐ. νόσου A.Ag.542; ἐ. φρενῶν, Lat. compos mentis, Id.Pr.444, S.Ant.492; ἐπιστήμης, παιδείας ἐ., Pl. Euthd.289b, Lg.724b, cf. Hp.Lex2; μήτε πόλεως μήτε πολιτείας Hyp. Fr.78; μεγάλων καὶ καλῶν Arist.EN1101a13; νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος whose mind is skilled in housewifery, Theoc.28.2; τῶν ὄντων ἐ. γενόμενος having become acquainted with the true facts, Hld. 10.20: c. inf., most dexterous at .., κλέψαι -ώτατος Plu.Arat.10.    2 pertaining to, befitting, κλήροισιν ἐ. belonging to our fields, Nic.Al. 232; πάντεσσιν ἐ. ἥνδανε μῆτις A.R.4.1380.    II Pass., to be reached or won, ἐπήβολος ἅρματι νύσσα Id.3.1272. (ἐφήβολος CIG (add.)4303a20 (Myra).)

German (Pape)

[Seite 919] (von ἐπιβάλλω, des Hexameters wegen für ἐπίβολος), der Etwas erzielt, erlangt hat, inne habend, theilhaftig, νηός, ἐρετάων, Od. 2, 319; φρενῶν, νόου, Aesch. Prom. 442, wie Soph. Ant. 488; νόσου, behaftet damit, Ag. 528; θεῶν Her. 8, 111, vgl. 9, 94; ἐπιστήμ ης, παιδείας, Plat. Euthyd. 289 b Legg. IV, 724 b; τῶν ἐν τῷ βίῳ καλῶν Arist. Nic. 1, 10; Sp., die es auch c. inf. verbinden, κλέψαι πράγματα ἐπηβολώτατος, sehr geschickt dazu, Plut. Arat. 10. – Auch = zukommend, gebührend, τινί, Theocr. 28, 2; ἐπήβολος ἅρματι νύσσα, das dem Wagen gesetzte Ziel, Ap. Rh. 3, 1272; vgl. noch Nic. Al. 232.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήβολος: -ον, ὁ, κάτοχος, κύριος, μετὰ γεν., οὐ… νηὸς ἐπήβολος οὐδ’ ἐρετάων γίγνομαι Ὀδ. Β. 319· τουτέων ἐπήβολος γενόμενος Ἡρόδ. 5. 94· τούτων τῶν θεῶν ἐπηβόλους ἐόντας ὁ αὐτ. 8. 111· τερπνῆς… τῆσδ’ ἐπ. νόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 542· ἐπ. φρενῶν, Λατ. compos mentis, ὁ αὐτ. Πρ. 444, Σοφ. Ἀντ. 492· ἐπιστήμης, παιδείας ἐπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, Νόμ. 742Β· οὐκ ἐπήβολοι γεγόνατε τῆς καλλίστης ᾠδῆς αὐτόθι 666D· μετ’ ἀπαρ., ἐπιδέξιος, κλέψαι ἐπηβολώτατος Πλουτ. Ἄρατ. 10. 2) ἁρμόζων, πρέπων, γυναιξὶν πόνος… ἐπάβολος Θεόκρ. 28. 2· ἠέ τι καὶ κλήροισιν ἐπήβολα, «ἤγουν μέτοχα τοῖς ἡμετέροις χωρίοις... οἱονεὶ τὰ ἡμέτερα» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 232. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ ἢ κερδήσῃ, ἐπήβολος ἅρματι νύσσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1272. (Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Πρόσθ.) 4303a. 20, φέρεται ἐφήβολος:- ἴδε Ruhnk. Τίμ., Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 453, Λοβ. Φρύν. 699).- Περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς συνθέτων ἴδε Γλωσσ. Παρατηρήσεις Κόντου ἐν σ. 190 § 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui atteint le but, qui parvient à, qui obtient, qui possède, gén. ; ἐπήβολος φρενῶν maître de sa raison ; ἐπήβολος avec l’inf. qui parvient à faire, apte à faire qch;
2 atteint par, gén..
Étymologie: DELG ἐπί, βάλλω.

English (Autenrieth)

possessed of, Od. 2.319†.

Greek Monolingual

ἐπήβολος, -ον (AM)
1. γνώστης, ενήμερος
2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ.
β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ' ἐρετάων», Ομ. Οδ.)
3. αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος
2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βόλος (< βάλλω). Το -η- αναλογικά προς το επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἐπήβολος: -ον, ποιητ. αντί ἐπί-βολος (ἐπιβάλλω),
1. κάτοχος, κύριος ή αρμόδιος για κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐπ. φρενῶν, compos mentis, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε κάτι, ο αρμόζων, αυτός που ταιριάζει, με δοτ., σε Θεόκρ.