ἐπικαλύπτω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th.798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1; ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm.169d; τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106:— Pass., to be covered over, veiled, ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra.395b; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7.    II. put as a covering over, βλεφάρων φᾶρος E.HF642 codd. (lyr.):—Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens.437a25.

German (Pape)

[Seite 945] überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῦν πάθει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.

French (Bailly abrégé)

recouvrir, cacher, acc..
Étymologie: ἐπί, καλύπτω.

Spanish

mantener oculto

English (Strong)

from ἐπί and καλύπτω; to conceal, i.e. (figuratively) forgive: cover.

English (Thayer)

(1st aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Psalm 32:1>).

Greek Monolingual

(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.

Greek Monotonic

ἐπικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος, σε Ευρ.