εὐλείμων

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλείμων Medium diacritics: εὐλείμων Low diacritics: ευλείμων Capitals: ΕΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: euleímōn Transliteration B: euleimōn Transliteration C: evleimon Beta Code: eu)lei/mwn

English (LSJ)

( ἐϋ-), ον, gen. ονος,

   A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.

English (Autenrieth)

with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.

Greek Monolingual

εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.