κατωφερής

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωφερής Medium diacritics: κατωφερής Low diacritics: κατωφερής Capitals: ΚΑΤΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: katōpherḗs Transliteration B: katōpherēs Transliteration C: katoferis Beta Code: katwferh/s

English (LSJ)

ές,

   A = κάτω φερόμενος, hanging down, κεφαλή X.Cyn.5.30 (v.l. καταφερής); steep, κατάβασις Plb.3.54.5; κ. θέσις sloping posture, Sor.2.60; descending, χελώνη Orib.49.4.51; with a downward tendency, heavy, στοιχεῖα, opp. ἀνωφερής, Stoic.2.175, al., cf. Herm ap.Stob.1.49.68, Simp.in Ph.386.23; ὁρμή Eust.603.39. Adv. -ρῶς Vett. Val.153.4; gloss on κατωκάρα, Sch.Ar.Pax152.    II metaph., prone to vice, lewd, v.l. for καταφερής in Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f, cf. Vett. Val.18.3, EM 451.2; κ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Hsch. s.v. Σαλαβακχώ.

German (Pape)

[Seite 1407] ές, = καταφερής, oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.

Greek (Liddell-Scott)

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, πρὸς τὰ κάτω κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. καταφερής)· ἀντίθ. τῷ ἀνωφερής, Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, αἰσχρός, ἀχρεῖος, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pend;
2 incliné, pentu, abrupt;
3 qui a tendance à tomber, lourd.
Étymologie: κάτω, φέρω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ κατωφερής, -ές)
κατηφορικός («κατωφερές μέρος»)
μσν.-αρχ.
βαρύς
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτωκεφαλή κατωφερής», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος.
επίρρ...
κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς)
με κλίση προς τα κάτω, κατηφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φερής (< φέρω), πρβλ. ανω-φερής, παρεμ-φερής].

Greek Monotonic

κατωφερής: -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.