κλωβός

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωβός Medium diacritics: κλωβός Low diacritics: κλωβός Capitals: ΚΛΩΒΟΣ
Transliteration A: klōbós Transliteration B: klōbos Transliteration C: klovos Beta Code: klwbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bird-cage, AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf.κλουβός, κλουβίον, and Hebr. kèlûbh.)

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt κλοιός?

Greek (Liddell-Scott)

κλωβός: ὁ, κλωβίον πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cage d’oiseau.
Étymologie: cf. κλείω, κλοιός.

Greek Monolingual

ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός του Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον.

Greek Monotonic

κλωβός: ὁ, κλουβί πουλιού, σε Ανθ.