μεσήρης

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήρης Medium diacritics: μεσήρης Low diacritics: μεσήρης Capitals: ΜΕΣΗΡΗΣ
Transliteration A: mesḗrēs Transliteration B: mesērēs Transliteration C: mesiris Beta Code: mesh/rhs

English (LSJ)

poet. μεσσ-, ες,

   A in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.

German (Pape)

[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.

French (Bailly abrégé)

poét. μεσσήρης;
ης, ες :
placé litt. ajusté au milieu.
Étymologie: μέσος, ἄρω.

Greek Monolingual

μεσήρης και ποιητ. τ. μεσσήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίοςπρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.

Greek Monotonic

μεσήρης: (*ἄρω), ποιητ. μεσσ-, - ες, στο μέσον, αυτός που βρίσκεται στη μέση, σε Ευρ.· Σείριος ἔτι μεσήρης, ο Σείριος βρίσκεται ακόμη στο μέσο του ουρανού, στον ίδ.