πειθαρχία

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχία Medium diacritics: πειθαρχία Low diacritics: πειθαρχία Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Transliteration A: peitharchía Transliteration B: peitharchia Transliteration C: peitharchia Beta Code: peiqarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R.538e.

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγήπειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.

Greek Monotonic

πειθαρχία: ἡ, υπακοή σε διαταγή, σε Αισχύλ., Σοφ.