πίτνημι

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίτνημι Medium diacritics: πίτνημι Low diacritics: πίτνημι Capitals: ΠΙΤΝΗΜΙ
Transliteration A: pítnēmi Transliteration B: pitnēmi Transliteration C: pitnimi Beta Code: pi/tnhmi

English (LSJ)

poet. form of πετάννυμι,

   A spread out, ἠέρα πίτνα (Ep. impf.) Il.21.7; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.11.392; πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας (impf.) Pi.N.5.11; πίτνατε λεπταλέας στολίδας AP10.6 (Satyr.): metaph., excite, flutter, τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῇ πιτνάς S.Ichn.359:—Pass., ἀμφὶ δὲ χαῖται . . πίτναντο Il.22.402; θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι E.El.713 (lyr.); πίτνατο . . παστὸς θαλάμων AP7.711 (Antip.):—also πίτνω, only ἔπιτνον ἀλωήν Hes.Sc. 291.

German (Pape)

[Seite 621] = πιτνάω, πετάννυμι, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πίτνημι: ποιητ. τύπος τοῦ πετάννυμι, ἐκτείνω, ἠέρα πίτνα (ἀντὶ ἐπίτνα), «ἐξέτεινεν, ἐπέβαλεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 7· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, ἐκτείνων τὰς χεῖράς του πρὸς ἐμέ, Ὀδ. Λ. 392· πίτναν τ’ εἰς αἰθέρα χεῖρας (ἀντὶ ἐπίτναν) Πινδ. Ν. 5. 20· πίτνατε λεπταλέας στολίδας Ἀνθ. Π. 10. 6. ― Παθ., ἀμφὶ δὲ χαῖται... πίτναντο (πρβλ. πιλνάω), Ἰλ. Χ. 402· θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι Εὐρ. Ἠλ. 713· πίτνατο... παστὸς θαλάμων Ἀνθ. Π 7. ¦711.

French (Bailly abrégé)

seul. aux formes suiv. : prés. part. πιτνάς ; Moy. impf. 3ᵉ pl. ἐπίτναντο ou πίτναντο;
c. πετάννυμι.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. εκτείνω, απλώνω («πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῑρος», Πίνδ.)
2. μτφ. εξεγείρω, ερεθίζω («τὸ λεῑον φαλακρὸν ἡδονῆ πιτνάς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. πίτ-νη-μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -νη-μι (πρβλ. δάμ-νη-μι) από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ- της ρίζας πετᾱ- του πετάννυμι, με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρ-νημι, πίλ-ναμαι)].

Greek Monotonic

πίτνημι: ποιητ. τύπος του πετάννυμι, εκτείνω, ἠέρα πίτνα (Επικ. αντί ἐπίτνα), σε Ομήρ. Ιλ.· πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, τέντωσε τα χέρια του σε μένα, σε Ομήρ. Οδ.· πίτναν τ'εἰς αἰθέρας χεῖρας (αντί ἐπίτναν), σε Πίνδ. — Παθ., ἀμφὶ δὲ χαῖται πίτναντο, σε Ομήρ. Ιλ.