περιποτάομαι

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποτάομαι Medium diacritics: περιποτάομαι Low diacritics: περιποτάομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: peripotáomai Transliteration B: peripotaomai Transliteration C: peripotaomai Beta Code: peripota/omai

English (LSJ)

poet. for περιπέτομαι,

   A hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.

German (Pape)

[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.

Greek (Liddell-Scott)

περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.

Greek Monotonic

περιποτάομαι: ποιητ. αντί -πέτομαι, πετώ ολόγυρα, σε Σοφ.