προσφίλεια

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφίλεια Medium diacritics: προσφίλεια Low diacritics: προσφίλεια Capitals: ΠΡΟΣΦΙΛΕΙΑ
Transliteration A: prosphíleia Transliteration B: prosphileia Transliteration C: prosfileia Beta Code: prosfi/leia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A kindness, goodwill, δαιμόνων A.Th.515.

German (Pape)

[Seite 786] ἡ, Freundlichkeit, Freundschaft, δαιμόνων, Aesch. Spt. 497.

Greek (Liddell-Scott)

προσφίλεια: [ῐ], ἡ, ἀγαθότης διαθέσεως, εὐμένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 515.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienveillance.
Étymologie: προσφιλής.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ προσφιλής
η φιλική διάθεση προς κάποιον.

Greek Monotonic

προσφίλεια: [ῐ], ἡ, καλοσύνη, καλή θέληση, ευμένεια, σε Αισχύλ.