σπαργανόω
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
= σπάργω,
A wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E.</author
German (Pape)
[Seite 917] einwindeln, einwickeln; σπαργανώσαντες πέπλοις, sc. τὸν παῖδα, Eur. Ion 955; ἐρίοις τι, Arist. H. A. 7, 4; παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτὸν τοῖς τριβωναρίοις, Ath. VI, 258 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνόω: ὡς τὸ σπάργω (ὃ ἴδε), περιτυλίσσω ἐν σπαργάνοις, σπαργανώνω, «φασκιώνω», σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] Εὐρ. Ἴων 955, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 10, Ἀθήν. 258A· μεταφορ., θρίοισι ταύτην (ἐξυπακ. τὴν ἀμίαν) ἐσπαργάνωσα Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλ.» 1. 28· ἀχύροις σπ. τὴν χιόνα Πλούτ. 2. 691C· - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, 766C· ἐσπαργανωμένος Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
envelopper de langes, emmaillotter.
Étymologie: σπάργανον.
English (Strong)
from sparganon (a strip; from a derivative of the base of σπαράσσω meaning to strap or wrap with strips); to swathe (an infant after the Oriental custom): wrap in swaddling clothes.
English (Thayer)
σπαργάνω: 1st aorist ἐσπαργάνωσα; perfect passive participle ἐσπαργανωμενος: (σπραγανον a swathing band); to wrap in swaddling-clothes: an infant just born, Euripides, Aristotle), Hippocrates, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
σπαργᾰνόω: μέλ. -ώσω, όπως το σπάργω, τυλίγω στις φασκιές, φασκιώνω, σπαργανώνω, σε Ευρ. — Παθ., μτχ. παρακ., ἐσπαργανωμένος, σε Καινή Διαθήκη