συλλήπτωρ

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτωρ Medium diacritics: συλλήπτωρ Low diacritics: συλλήπτωρ Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: syllḗptōr Transliteration B: syllēptōr Transliteration C: sylliptor Beta Code: sullh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monotonic

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, συνεργάτης, συνεργός, βοηθός, σε Αισχύλ.· τινός, σε κάτι, σε Ευρ. κ.λπ.