συνδράω

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδράω Medium diacritics: συνδράω Low diacritics: συνδράω Capitals: ΣΥΝΔΡΑΩ
Transliteration A: syndráō Transliteration B: syndraō Transliteration C: syndrao Beta Code: sundra/w

English (LSJ)

   A do along with or together, help in doing, τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσιν S.El.498 (lyr.), cf. 1025, Th.6.64; σ. τινί τι E.Andr.40; σ. αἷμα καὶ φόνον help in bloodshed and murder, Id.Or.406; τὸ συνδρῶν . . χρέος the joint necessity, Id.Andr.337.

German (Pape)

[Seite 1009] mit od. zugleich thun; τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσι, Soph. El. 488, vgl. 1014; θυγατρὶ συνδρᾷ τάδε, Eur. Andr. 40, u. öfter; Ar. Eccl. 16; Thuc. 6, 64; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδράω: μέλλ. -άσω [ᾱ], συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τοῖς δρῶσι καὶ ξυνδρῶσι Σοφ. Ἠλ. 498, πρβλ. 1025, Θουκ. 6. 64˙ σ. τινί τι Εὐρ. Ἀνδρ. 40˙ ξ. αἷμα καὶ φόνον, βοηθεῖ εἰς χύσιν αἵματος καὶ εἰς φόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 406˙ τὸ συνδρῶν γὰρ σ’ ἀναγκάσει χρέος, ἡ κοινή, ἡνωμένη ἀνάγκη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 337.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire avec, aider à faire.
Étymologie: σύν, δράω.

Greek Monotonic

συνδράω: μέλ. -άσω [ᾱ], πράττω από κοινού, μετέχω στην επίτευξη κάποιου πράγματος, συμπράττω, συνεργώ, σε Σοφ., Θουκ.· συνδράω τί τινι, σε Ευρ.· ξυνδράω αἷμα καὶ φόνον, συμμετέχω στην αιματοχυσία και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν χρέος, κοινή ανάγκη, κοινό χρέος, στον ίδ.