φιλοδοξέω

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξέω Medium diacritics: φιλοδοξέω Low diacritics: φιλοδοξέω Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΕΩ
Transliteration A: philodoxéō Transliteration B: philodoxeō Transliteration C: filodokseo Beta Code: filodoce/w

English (LSJ)

   A love fame, seek honour, ἐπί τινι for or in a thing, Arist.Rh.1387b35; σωφροσύνῃ Plb.31.28.10; φ. εἰς τοὺς Ἕλληνας seek credit amongst them, Id.1.16.10; εἰς τὸ κοινόν, εἰς τὴν σύνοδον, JHS54.142 (Delos, ii B. C.); εἰς τὸν δῆμον IG22.1304.40; ἐν τῇ πρὸς Εὐμένην διαφορᾷ Plb.31.6.5; ἐν ἀριστοκρατικῷ πολιτεύματι Id.23.14.1; πρός τι Id.27.9.7, Plu.2.125d; abs., Metrod.Fr.56, Plb.35.4.12, Phld.Vit.p.7. J., al.: prov., πεφιλοδοξηκὼς ἐν Σικελίᾳ καθάπερ ἐν ὀξυβάφῳ, i.e. to be a great man in a small way, Plb.12.23.7.

German (Pape)

[Seite 1279] den Ruhm lieben, ehrbegierig sein, eine Ehre worin suchen; ἐπί τινι, Arist. rhet. 2, 10; τινί, Pol. 24, 9,3; πεφιλοδοξηκὼς ἐν αὐτῇ Σικελίᾳ 12, 23, 7; εἰς τοὺς Ἕλληνας 1, 16, 10; D. Sic. 19, 54.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξέω: ἀγαπῶ τὴν δόξαν, τὴν φήμην, εἶμαι φιλόδοξος, ἐπί τινι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 4· τινι Πολυβ. 32, 14, 10· φιλοδοξῶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ζητῶ δόξαν διὰ τὴν πρὸς πρὸς αὐτοὺς διαγωγήν μου, ὁ αὐτ. 1. 16, 10· πρός τι Πλούτ. 2. 125D· ἀπολ., Πολύβ. 35. 4, 12· ― παροιμ., φ. ἐν ὀξυβάφῳ, ἐπιζητῶ δόξαν ἐν μικροῖς πράγμασι, ὁ αὐτ. 12. 23, 7, πρβλ. 24. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer la gloire, rechercher la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Greek Monotonic

φῐλοδοξέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ τη φήμη, αναζητώ τιμές, ἐπί τινι, για ή σε κάποιο πράγμα, σε Αριστ.