φθογγή

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγή Medium diacritics: φθογγή Low diacritics: φθογγή Capitals: ΦΘΟΓΓΗ
Transliteration A: phthongḗ Transliteration B: phthongē Transliteration C: fthoggi Beta Code: fqoggh/

English (LSJ)

ἡ, poet. form of φθόγγος,

   A voice of men, Il.2.791, A.Supp.197, etc.; of the Sirens, v.l. for φθόγγον in Od.12.198; οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ' ἂν λέξειεν A.Ag.37, cf. E.Hipp.418; τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων . . φθογγάς A.Ag.325; of the voice of Orpheus, ἦγε πάντ' ἀπὸ φθογγῆς ib.1630; βάλλει με . . φ. του S.Ph.206 (lyr.); of birds and animals, ὥστ' ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα E.Hec.338; φ. ὀΐων τε καὶ αἰγῶν Od.9.167; μόσχων E.IT293 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, die Stimme, bes. des Menschen, Hom. öfter, aber auch der Thiere, Od. 9, 167; oft bei Tragg. : οἶκος δ' αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ' ἂν λέξειεν Aesch. Ag. 37; Suppl. 194 u. oft; βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά του Soph. Phil. 205; O. R. 1310; μή ποτε φθογγὴν ἀφῇ Eur. Hipp. 418; πάσας φθογγὰς ἱεῖσα Hec. 338.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ φθόγγος, ὁ ἦχος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, Ὅμ., καὶ Τραγ.· ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Σειρήνων, Ὀδ. Μ. 198· οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ’ ἂν λέξειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 37· τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων… φθογγὰς αὐτόθι 325· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ Ὀρφέως, ἦγε πάντ’ ἀπὸ φθογγῆς αὐτόθι 1630· βάλλει με… φθ. τοῦ Σοφ. Φιλ. 205· ὥστ’ ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 338· φθογγὴν ἀφιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 418· ― ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, φθ. οἰῶν τε καὶ αἰγῶν Ὀδ. Ι. 167· μόσχων Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 293.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 voix de l’homme;
2 voix des animaux (brebis, chèvres, etc.).
Étymologie: φθέγγομαι.

English (Autenrieth)

φθόγγος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ήχος της ανθρώπινης, κυρίως, φωνής
2. (κατ' επέκτ.) η ανθρώπινη φωνή
2. ο ήχος που εκβάλλουν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τροφ-ή)].

Greek Monotonic

φθογγή: ἡ, = φθόγγος, σε Όμηρ. κ.λπ.