χοιρίνη

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίνη Medium diacritics: χοιρίνη Low diacritics: χοιρίνη Capitals: ΧΟΙΡΙΝΗ
Transliteration A: choirínē Transliteration B: choirinē Transliteration C: choirini Beta Code: xoiri/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A small sea-mussel, used by the Athenian dicasts in voting, Ar.Eq.1332, V.333, 349 (all anap.), Poll.8.16; wrongly expld. by Suid., of hog's bristles.

German (Pape)

[Seite 1362] ἡ, eine kleine Meermuschel, deren sich in Athen die Richter beim Abstimmen bedienten, vielleicht die Porzellanschnecke, Ar. Equ. 1332 Vesp. 333. 349; vgl. Poll. 8, 16. – Bei Ath. XIV, 647 b sind χοιρίναι eine Art Kuchen; nach Mein. frg. com. III, 641 von ὁ χοιρίνης, sc. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίνη: ἡ, εἶδος μικρᾶς θαλασσίας κόγχης ἣν οἱ Ἀθηναῖοι δικασταὶ μετεχειρίζοντο ὡς ψῆφον, (καλουμένη ἔτι καὶ νῦν γουρουνάκι, ἐκ τοῦ γουροῦνι, ὃ ἐστι χοῖρος, Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. 129), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332, πρβλ. Σφ. 333, 349. - Ὁ Σουΐδ. ἡμαρτημένως ἑρμηνεύει τὴν λέξ. ὡς σημαίνουσαν χοίρου τρίχα. [ῑ, ἐντεῦθεν ὁ πληθ. χοιρῖναι, Δινδ. εἰς Πολυδ. Η΄, 16.]

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit coquillage de mer, dont les juges athéniens se servaient pour voter (porcelaine).
Étymologie: DELG χοῖρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μικρό θαλάσσιο κοχύλι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι δικαστές στην ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + επίθημα -ίνη (πρβλ. ἀθερ-ίνη, πολυποδ-ίνη)].

Greek Monotonic

χοιρίνη: [ῑ], ἡ, μικρή θαλάσσια κόγχη· το κέλυφός της το χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι δικαστές στην ψηφοφορία, σε Αριστοφ.