κατικετεύω
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
Ion. for καθικετεύω.
German (Pape)
[Seite 1401] ion. = καθικετεύω, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κατῐκετεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθικετεύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθικετεύω.
Greek Monolingual
κατικετεύω (Α)
ιων. τ. του καθικετεύω.
Greek Monotonic
κατῐκετεύω: Ιων. αντί καθ-ικετεύω.
Russian (Dvoretsky)
κατικετεύω: ион. = καθικετεύω.