συμπονέω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A toil or suffer with or together, τινι with one, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι A.Pr.276; συμπόνει πατρί S.El.986, etc.; σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55; τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43; σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]; σ. κακοῖσι take part in them, ib.683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.; σ. πολλά Ar.Ach.695 (lyr.); ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr.883a14, cf. Thphr.Sud.34.
German (Pape)
[Seite 989] mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι, theilt mein Leid mit mir, Aesch. Prom. 274; αἵδ' ἄνδρες, οὐ γυναῖκες εἰς τὸ συμπονεῖν, Soph. O. C. 1370; συμπόνει πατρί, El. 974; θέλοντά μ' ἔχεις σοὶ ξυμπονῆσαι, Eur. Hec. 862; ξυμπονῆσαι σοῖς κακοῖσι βούλομαι, Or. 682; σὺ συμπονεῖς ἐμοὶ πόνους, 1224; Troad. 62 u. öfter; Plat. Rep. VII, 520 d; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Sp., wie Luc. Tox. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συμπονέω: πονῶ ὁμοῦ ἢ μετά τινος, συνταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, ἐργάζομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι Αἰσχύλ. Πρ. 276· συμπόνει πατρὶ Σοφ. Ἠλέκ. 986, κτλ.· σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 55· τοῖς κακοπαθοῦσι Πλουτ. Ἀντών. 43· σ. τινι πόνους Εὐρ. Ὀρ. 1224· ἀλλ’ ὡσαύτως, σ. κακοῖς, λαμβάνω μέρος εἰς..., ὁ αὐτ. 683· ― ἀπολ., πάσχω, ὑποφέρω ὁμοῦ, Σοφ. Ἀντ. 41, κτλ.· σ. πολλὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 695· ἐάν τι συμπονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 souffrir ensemble;
2 participer ou s’associer aux peines ou aux épreuves de, τινι : σ. τινι πόνους EUR m. sign.
Étymologie: σύν, πονέω.
Greek Monotonic
συμπονέω: κοπιάζω μαζί ή από κοινού με άλλους, συμμετέχω στους κόπους της δουλειάς, τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, συμπονέω κακοῖς, λαμβάνω μέρος στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., κοπιάζω ή υποφέρω μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συμπονέω: 1) вместе трудиться: εἰ ξυμπονήσεις, σκόπει Soph. подумай, станешь ли ты (мне) помощницей в трудах; πολλὰ ξ. Arph. немало потрудиться вместе; σ. τινι πόνους Eur. делить с кем-л. труды;
2) вместе страдать (σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινί Xen.);
3) сострадать (τῷ πονοῦντι Aesch.).