ἀποκαπύω
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
(v. καπνός)
A breathe away, aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.
German (Pape)
[Seite 305] aushauchen, in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Iliad. 22, 467.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαπύω: (ἴδε ἐν λ. καπνός), ἐκπνέω, ἀποπνέω, ἀόρ. α΄ ἐν τμήσει, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν, ἀπέπνευσε τὴν ἑαυτῆς ζωήν, ἐλιποθύμησε (δὲν ἀπέθανε), περὶ τῆς Ἀνδρομάχης. Ἰλ. Χ. 467· ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν Κ. Σμ. 6. 523.
French (Bailly abrégé)
exhaler.
Étymologie: ἀπό, καπύω.
Spanish (DGE)
(ἀποκᾰπύω) exhalar ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε Il.22.467.
Greek Monolingual
ἀποκαπύω (Α)
εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καπύω «εκπνέω»].
Greek Monotonic
ἀποκᾰπύω: εκπνέω, βγάζω την ανάσα από το στήθος μου, αποπνέω· ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Επικ. αόρ. αʹ με τμήση), απέπνευσε την ζωή της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰπύω: выдыхать: ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Hom. и он испустил дух.