ζεῦξις

Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ, (ζεύγνυμι)

   A yoking or manner of yoking oxen, ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι Hdt.3.104.    II bridging, τοῦ Βοσπόρου Id.4.88; τοῦ Ἑλλησπόντου Id.7.35.

German (Pape)

[Seite 1138] ἡ, 1) die Ueberbrückung, τοῦ Ἑλλησπόντου Her. 7, 35. – 2) das Anspannen, Her. 3, 104; das Gespann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζεῦξις: -εως, ἡ, (ζεύγνυμι) τὸ ζευγνύναι, ζεύξιμον, ζεύξει τοιαύτῃ χρεόμενοι Ἡρόδ. 3. 104. ΙΙ. σύνδεσις, τὸ συνάπτειν οἷον διὰ γεφύρας, ὁ αὐτ. 4. 88., 7. 35.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de joindre par un pont;
2 action d’atteler au joug.
Étymologie: ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ζεῦξις: -εως, ἡ (ζεύγνυμι),
I. σύζευξη, ζέψιμο ή τρόπος σύζευξης βοδιών, σε Ηρόδ.
II. σύναψη, σύνδεση, ένωση, ζεύξη, όπως αυτή που γίνεται μέσω γέφυρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ζεῦξις: εως ἡ1) запрягание, способ запряжки (Ἰνδοὶ ζεύξει τοιαύτῃ χρεώμενοι Her.);
2) наводка моста, соединение мостом (τοῦ Βοσπόρου Her.).