βεβηλόω

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβηλόω Medium diacritics: βεβηλόω Low diacritics: βεβηλόω Capitals: ΒΕΒΗΛΟΩ
Transliteration A: bebēlóō Transliteration B: bebēloō Transliteration C: veviloo Beta Code: bebhlo/w

English (LSJ)

   A profane, τὸ σάββατον LXX Ex.31.14, Ev.Matt.12.5; τὰ ἀνθρώπινα Jul.Or.7.228d.    2 pollute, defile, τινά LXX Le.21.9, Hld.2.25.

German (Pape)

[Seite 440] entheiligen, entweihen, Hel.; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βεβηλόω: καταπατῶ, καταλύω, ἀθετῶ, τὸ σάββατον Ἑβδ. (Ἐξοδ. λαʹ, 14), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβʹ, 5. 2) μιαίνω, μολύνω, τινὰ Ἑβδ. (Λευ. καʹ, 9), Ἡλιόδ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 profaner (un temple);
2 souiller;
3 exclure (d’un lieu saint) comme profane.
Étymologie: βέβηλος.

Spanish (DGE)

1 profanar c. ac. de abstr. o de lugares ὁ βεβηλῶν αὐτό (τὸ σάββατον) LXX Ex.31.14, cf. Eu.Matt.12.5, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον LXX Le.18.21, τὰ δῶρα τοῦ θεοῦ ἐν ἀνομίαις LXX Psalm.Salom.2.3, ἱερὰ καὶ τεμένη θεῶν Hld.2.25.3, cf. 10.36.3, en v. pas. τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηνται καὶ βεβήλωνται tu santuario está hollado y profanado LXX 1Ma.3.51, βεβηλουμένων ὁμοῦ τοῖς θείοις τῶν ἀνθρωπίνων profanadas las leyes humanas así como las divinas Iul.Or.7.228c, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ τὸ ὄνομα αὐτοῦ παρ' αὐτοῖς Iust.Phil.Dial.21.1, cf. LXX Ps.9.26, Cyr.Al.M.69.781A, Hsch.
2 deshonrar c. ac. de pers. ἐβεβήλουν με πρὸς τὸν λαόν μου me deshonraron ante mi pueblo LXX Ez.13.19, en v. pas. θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι LXX Le.21.9.

English (Abbott-Smith)

βεβηλόω, -ῶ (< βέβηλος), [in LXX chiefly for חלל;]
to profane: τ. σάββατον, Mt 12:5; τ. ἱερόν, Ac 24:6 (Cremer, 141).†SYN.: κοινόω, q.v.

English (Strong)

from βέβηλος; to desecrate: profane.

English (Thayer)

βεβηλῶ; 1st aorist ἐβεβήλωσα; (βέβηλος); to profane, desecrate: τό σάββατον, τά ἱερόν, Sept. for חִלֵּל; Heliodorus 2,25.)

Greek Monotonic

βεβηλόω: μέλ. -ώσω, βλασφημώ, βεβηλώνω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βεβηλόω: осквернять NT.