ἁρμοστός

From LSJ
Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοστός Medium diacritics: ἁρμοστός Low diacritics: αρμοστός Capitals: ΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: harmostós Transliteration B: harmostos Transliteration C: armostos Beta Code: a(rmosto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. -τῶς Plu.2.438a.

German (Pape)

[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheirathet; angemessen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1mec. ajustado, adaptado, encajado de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero Spir.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero Spir.1.21, cf. Aut.10.3, 16.1, Dioptr.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.
2 fig. de cosas y abstr. conveniente, adecuado καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.Fr.Hist.4, τάν τε [φι] λίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.
3 lat. sponsa, Gloss.2.245.
II adv. -ῶς
1 ajustadamente χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero Aut.11.2, cf. 2.8.
2 convenientemente ἔχειν Plu.2.438a (cód.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁρμοστός, -ή, -όν) αρμόζω
ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος
αρχ.
ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοστός: прилаженный, укрепленный (κατά τι Polyb.; ἁρμοστὸν ἐπίθεμα Diod.).