νηλίπους

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλίπους Medium diacritics: νηλίπους Low diacritics: νηλίπους Capitals: ΝΗΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: nēlípous Transliteration B: nēlipous Transliteration C: nilipous Beta Code: nhli/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A unshod, barefooted, ἄσιτος ν. τ' ἀλωμένη S.OC349 codd., cf. Max. Tyr. 30.6: νήλῐπος, ον, A.R.3.646, Lyc.635, prob. l. for νήλυπος in Lyd. Mag.1.42; cf. ἀνήλιπος. (Deriv. by Sch.Theoc.4.56 from νη-, ἦλιψ without shoe.)

Greek (Liddell-Scott)

νηλίπους: ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, γυμνόπους, ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. βίος Λυκόφρ. 635· ὡσαύτως νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. ἀνήλιπος. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, ἦλιψ, ἄνευ ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία μήπως τὸ -ποὺς ἢ -πος εἶναι ἁπλῶς καταλήξεις, πρβλ. Οἰδίπους, Οἴδιπος).

French (Bailly abrégé)

ίποδος (ὁ, ἡ)
1 qui va nu-pieds;
2 p. ext. pauvre, misérable.
Étymologie: DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et ἦλιψ, nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.

Greek Monolingual

νηλίπους, ὁ και ἡ (Α)
ξυπόλυτος, ανυπόδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο νηλιπόπους (< νήλιπος + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος με επίδραση της λ. πούς.

Greek Monotonic

νηλίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που δεν φοράει παπούτσια, ξυπόλυτος, σε Σοφ. (προέλευση από το νη-, ἦλιψ, χωρίς παπούτσια).

Russian (Dvoretsky)

νηλίπους: ποδος (ῐ) [νη- I + ἦλιψ дор. «обувь» + πούς, ср. ἀνήλιπος adj. необутый, босоногий Soph.