ἐπαρωγή

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρωγή Medium diacritics: ἐπαρωγή Low diacritics: επαρωγή Capitals: ΕΠΑΡΩΓΗ
Transliteration A: eparōgḗ Transliteration B: eparōgē Transliteration C: eparogi Beta Code: e)parwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπαρήγω)

   A help, aid, A.R.1.302; ἐπαρωγὴν ποιεῖσθαί τινι Charond. ap. Stob.4.2.24.    II ἐ. τινος aid against a thing, Orac. ap. Luc.Alex.28: hence, opposition, IG14.2012A5.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Ap. Rh. 1, 302; νούσοιο, gegen die Krankheit, Luc. Alex. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰρωγή: ἡ, (ἐπαρήγω), ἀρωγή, ἐπικουρία, βοήθεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 302. ΙΙ. ἐπαρωγή τινος, βοήθεια κατά τινος πράγματος, νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγὴν Λουκ. Ἀλέξ. 28· ἐντεῦθεν, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
secours : τινος remède contre qch.
Étymologie: ἐπαρήγω.

Greek Monolingual

ἐπαρωγή, η (Α)
1. βοήθεια, επικουρία
2. βοήθεια εναντίον κάποιου
3. αντίσταση, εναντίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρωγή «βοήθεια»].

Greek Monotonic

ἐπᾰρωγή: ἡ, βοήθεια, αρωγή, εναντίον κάποιου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰρωγή: ῆς ἡ помощь, средство (νούσοιο λυγρῆς Luc.).