γάρος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, a kind of
A sauce or paste, made of brine and small fish, τὸν ἰχθύων γ. A.Fr.211; ταριχηρὸς γ. S.Fr.606, cf. Cratin.280, Pherecr.173, Pl.Com.198, Alciphr.1.18; of the fish itself, Ruf. Podagr.10 (Lat. version):—also γάρον, τό, Str.3.4.6, and γάρος, ους, τό, POxy.937.27 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
γάρος: [ᾰ], ὁ, ζωμός τις ἢ ἔμβαμμα ἐξ ἅλμης καὶ μικρῶν ἰχθύων, ἢ τὰ ἐντόσθια τῶν ἰχθύων ταριχευτά, τῶν ἰχθύων γ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 531, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 67C· ὡσαύτως γάρον, τό, Στράβ. 1591: -γαρέλαιον, τό, ἔμβαμμα ἐκ ταριχευτῶν ἰχθύων καὶ ἐλαίου, Γαλην.· ἐντεῦθεν παρ’ Ἀλκίφρ. 3. 58, Φιλογαρέλαιος, ὡς ὄνομα παρασίτου.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γάρον, -ου, τό Str.3.4.6, Varro LL 9.66, Seneca QN 3.17.2, EM 746.48G.; γάρρος Poll.6.65; lat. garum Varro LL 9.66, Hor.Sat.2.8.46, Seneca QN 3.17.2, Plin.HN 31.93, Petron.36, Mart.7.94.2
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 garo conserva, gener. en forma de salsa, hecha con pescados macerados y descompuestos en salmuera τὸν ἰχθύων γ. A.Fr.211, γ. τὸν ἰχθύειον S.Fr.799a, τοῦ ταριχηροῦ γάρου S.Fr.606, ὁ τάλαρος ὑμῖν διάπλεως ἔσται γάρου Cratin.312, ἀνεμολύνθη τὴν ὑπήνην τῷ γάρῳ Pherecr.188, ἐν σαπρῷ γάρῳ βάπτοντες ἀποπνίξουσί με sumergiéndome en garo podrido me ahogarán Pl.Com.215, ἔστι γὰρ οὐδὲν ἄλλο ὁ γ. ἢ σηπεδών Artem.1.66, muy usada para acompañar legumbres, frutas, pescados, viandas y gener. toda clase de comidas, Gal.6.586, Apic.7.15.1, Vit.Aesop.G 62, Petron.36.3, ICil.108.4 (Anazarbo V/VI d.C.), siendo un plato muy apreciado, Plin.HN 31.93, se podía mezclar con vino, Mart.7.27.8, cf. οἰνόγαρον, con aceite, Luc.Asin.47, Gal.6.462, PFlor.334.5 (II d.C.), cf. γαρέλαιον, ἐλαιόγαρον, con agua, Aët.3.85, cf. ὑδρόγαρον, y con vinagre, Ath.366c, PFlor.l.c., ἀναμιγνύντες ἔλαιον οἶνον μέλι γάρον ὄξος ... Plu.2.995c, cf. Gal.6.539, muy usada tb. en medic., Dsc.2.29, Eup.2.56, Gal.Vict.Att.20, 49, Aët.3.83, Marcell.Emp.9.14, 36, Orib.Syn.1.19.14, y en vet. Hippiatr.2.19, 29
•dif. variedades: el γάρον αἱμάτιον o αἱματίτης hecho c. vísceras, branquias y sangre de atún SB 11340.2 (VI d.C.)
•el famoso garo de España, negro o de Cartagena, hecho c. caballa local σκόμβρων, ἐξ ὧν τὸ ἄριστον σκευάζεται γ. Str.l.c., γ. ὁ Σπάνος Dsc.Eup.1.54, cf. Plin.HN 31.94, Gal.12.622, Hor.Sat.2.8.46, el garo de Pompeya, Plin.HN 31.94, CIL 4.5659 (Pompeya), 15.4686 (Roma), el de Clazómenas y el de Leptis, Plin.HN 31.94
•variedad dulce, Gal.6.478, de carne γ. ... ὁ ἐκ τῶν ταριχευτικῶν ἰχθύων καὶ κρεῶν Dsc.2.32
•por su calidad γ. πρωτεῖον o πρῶτον y el δεύτερον Paul.Aeg.3.59.10, DP 3.6, 7, Gloss.3.650, PNess.87.4, 5 (VII d.C.), cf. garum arcanum Mart.7.27.8, garum fastosum Mart.13.102.2, γάρου λευκοῦ λαγοίνια, μέλανο[ς] λα[γο] ίνια PHerm.Rees 23.5, 6 (IV d.C.).
2 ict. garo n. del pez c. el que en su origen se fabricaba la salsa, Ruf.Podagr.10 (versión lat.), Plin.HN 31.93, cf. 32.148, Isid.Etym.20.3.19. < γάρος γαρότας > γάρος, -ους, τό
doblete tard. de γάρος, -ου, ὁ garo mezclado con vinagre ὄξους γάρους PIand.146.3.3 (II a.C.), hecho con mújoles τιμῆς βοριδίων (l. βωρ-) εἰς τὸ γ. PRyl.629.88 (IV d.C.), clasificado según sus calidades γάρους γεύματος πρωτείου, δευτέρου γεύματος DP 3.6A (Egas), diversas medidas κνίδιον γάρους POxy.1770.27 (III d.C.), τὸ κεράμιον τοῦ γάρους POxy.937.27 (III d.C.), σπάθιν γάρους POsl.161.5 (III d.C.), cf. PRyl.627.76 (IV d.C.), γάρους μαῦρα PYoutie 84.9 (IV d.C.), usos médicos, Gal.14.546, cf. 548, sobre sus dif. modos de preparación Gp.20.46 passim
•tarro de garo πέμψον μοι ... γάρος μικκόν PUniv.Giss.25.12 (III d.C.).
Greek Monolingual
ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το)
1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ.
2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι
νεοελλ.
1. φρ. «ο γάρος είναι του ψωμιού ο χάρος» — με τον γάρο τρώει κανείς πολύ ψωμί
2. λέρα, ρύπος
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο λατ. τ. garum, που εισήχθη και στις ρομανικές γλώσσες, είναι δάνειο από την Ελληνική].
Russian (Dvoretsky)
γάρος: (ᾰ) ὁ рыбный соус или уха Aesch., Soph.