συγκατεργάζομαι
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A help or assist any one in achieving, τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην Hdt.1.162, cf. E.Or.33; τὸ πᾶν ξ. Th.1.132: c. dat. only, aid, assist, Hdt.2.154, 8.142. 2 help to conquer a country, Plu.Pyrrh.18. 3 join in murdering, E.HF1024 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 966] mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· μετὰ μόνης δοτικ., εἶμαι χρήσιμος εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) φονεύω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
French (Bailly abrégé)
1 aider : τινι qqn ; τι en qch ; τινί τι qqn à faire qch;
2 particul. aider à conquérir un pays.
Étymologie: σύν, κατεργάζομαι.
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).
Greek Monotonic
συγκατεργάζομαι: μέλ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -είργασμαι· αποθ.·
1. βοηθώ ή υποστηρίζω κάποιον στην επίτευξη ενός έργου, συνεργώ, συμπράττω, τίτινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· με δοτ. μόνον, συνεργάζομαι με, σε Ηρόδ.
2. βοηθώ στην κατάκτηση μιας χώρας, σε Πλούτ.
3. συνεργώ σε δολοφονία, θανατώνω από κοινού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συγκατεργάζομαι: 1) вместе совершать, сообща делать, помогать достичь: ἡμῖν συγκατείργασται τάδε Eur. он участвовал в этом вместе с нами; τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην συγκατεργασάμενος Her. помогший Киру достичь царской власти; σ. τὸ πᾶν Thuc. помогать в осуществлении всех планов, πολλὰ Φιλίππῳ συγκατεργασάμενος Plut. совершивший вместе с Филиппом много дел;
2) помогать, содействовать (τινι Her.);
3) помогать завоевать (τὴν Ἰταλίαν Plut.).