παλιλλογία

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιλλογία Medium diacritics: παλιλλογία Low diacritics: παλιλλογία Capitals: ΠΑΛΙΛΛΟΓΙΑ
Transliteration A: palillogía Transliteration B: palillogia Transliteration C: palillogia Beta Code: palillogi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A recapitulation, Arist.Rh.Al.1433b29: pl., ib. 1428a8.    2 equivocation, Thphr.Char.1.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, das Wiederholen des Gesagten, Rhett. – Auch das Widerrufen des Gesagten, der Widerspruch, Theophr. char. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιλλογία: ἡ, ἀνακεφαλαίωσις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 21, 1· πληθ., αὐτόθι 7, 3. 2) ἄρνησις τῶν λεχθέντων, παλινῳδία, Θεοφρ. Χαρακτ. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 récapitulation;
2 rétractation.
Étymologie: πάλιν, λέγω² et λέγω³.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλιλλογία) παλιλλογώ
νεοελλ.
η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία
μσν.-αρχ.
άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση
αρχ.
ανακεφαλαίωση.

Greek Monotonic

πᾰλιλλογία: ἡ,
I. ανακεφαλαίωση, σε Αριστ.
II. ανάκληση των λεγομένων, παλινωδία, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιλλογία -ας, ἡ [παλιλλογέω] recapitulatie. dubbelzinnigheid. Thphr. Char. 1.7.