σμίλη

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλη Medium diacritics: σμίλη Low diacritics: σμίλη Capitals: ΣΜΙΛΗ
Transliteration A: smílē Transliteration B: smilē Transliteration C: smili Beta Code: smi/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A knife for cutting or carving, Ar. Th.779, Pl.R.353a, Babr.98.13; graving tool, sculptor's chisel, AP7.429 (Alc.); surgeon's knife or lancet (cf. φλεβοτόμος), Luc.Ind.29, Poll.4.181; shoemaker's knife, Pl.Alc.1.129c, Herod.7.119; vinedresser's pruning-knife, Gp.5.35.1 (but v. Pl. R.353a); penknife, AP6.67 (Jul.), etc.: cf. σμῖλα.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, Messer, Kneif zum Schneiden, Schnitzmesser, Ar. Th. 779, Plat. Rep. I, 333 a; Federmesser, scalper, scalprum, ein Werkzeug der Bildhauer, Wundärzte, Schuster, Alc. Mess. 21 (VII, 429), Phil. Th. 17 (VI, 62), Iul. Aeg. 10 (VI, 67), Ep. ad. 413 (Plan. 15*). Vgl. σμῖλα.

Greek (Liddell-Scott)

σμίλη: [ῑ], ἡ, μαχαίριον πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· ἐργαλεῖον χαρακτικόν, ἐργαλεῖον γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ μαχαίριον (πρβλ. φλεβοτόμος), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, Πολυδ. Δ΄, 181· μαχαίριον ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· μαχαίριον ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. σμῖλα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
instrument pour tailler, particul. bistouri ou lancette de chirurgien.
Étymologie: R. Σμα, frotter, gratter ; cf. σμάω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α
1. χαλύβδινο ή σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή, χάραξη ή απόξεση ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. κοπίδι
2. είδος χειρουργικού εργαλείου
μσν.
αμπελουργικό μαχαιρίδιο
αρχ.
1. μαχαιρίδιο υποδηματοποιού
2. μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μαχαιριού, κοντυλομάχαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σμί-λη, με επίθημα -λη, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (πρβλ. μή-λη, χη-λή), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' επέκταση και για τον σιδηρουργό (πρβλ. αρχ. νορβ. smidr, αγγλοσαξ. smid και τα νεώτερα: γερμ. Schmied, αγγλ. smith). Δυσερμήνευτο παραμένει το -ī- του τύπου, το οποίο, κατά μία άποψη, θεωρείται αναλογικό προς τ. σε -ῑλη, -ῑλο-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο smēi- / smΐ- «σμιλεύω, κατεργάζομαι με αιχμηρό αντικείμενο» (βλ. και λ. σμινύη.

Greek Monotonic

σμίλη: [ῑ], ἡ, είδος μαχαιριού που χρησιμοποιείται στην κοπή, στη γλυπτική ή το κλάδεμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· εργαλείο γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμίλη -ης, ἡ mes, zakmes; spec. schoenmakersmes. schrijfstift, stilet (om mee op een wastafeltje te schrijven); beitel (om letters mee uit te hakken). geneesk. scalpel, lancet.