κινύσσομαι

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνύσσομαι Medium diacritics: κινύσσομαι Low diacritics: κινύσσομαι Capitals: ΚΙΝΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kinýssomai Transliteration B: kinyssomai Transliteration C: kinyssomai Beta Code: kinu/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.

Greek Monolingual

κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].

Greek Monotonic

κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.