πολεμόκραντος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμόκραντος Medium diacritics: πολεμόκραντος Low diacritics: πολεμόκραντος Capitals: ΠΟΛΕΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: polemókrantos Transliteration B: polemokrantos Transliteration C: polemokrantos Beta Code: polemo/krantos

English (LSJ)

ον, (κραίνω)

   A finishing war, τέλος A.Th.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 654] den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμόκραντος: ον ὁ τελειώνων, ἀποφασίζων τὸν πόλεμον, Ἀσχύλου Θήβ. 161· πρβλ. μοιρόκραντος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui termine la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κραίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τερματίζει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό-κραντος].

Greek Monotonic

πολεμόκραντος: -ον (κραίνω),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμόκραντος -ον [πόλεμος, κραίνω] de oorlog ten einde brengend.