προταμιεύω
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
A lay in beforehand, Luc.Salt.61.
German (Pape)
[Seite 790] auch als dep. med., vorher einsammeln, in Bereitschaft halten; προτεταμιευμένα neben προπεπορισμένα, Luc. de salt. 61; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προτᾰμιεύω: ταμιεύω ἐκ τῶν προτέρων, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 61.
French (Bailly abrégé)
faire d’avance des provisions, faire des réserves.
Étymologie: πρό, ταμιεύω.
Greek Monolingual
Α ταμιεύω
1. αποθηκεύω εκ τών προτέρων, τοποθετώ από πριν σε αποθήκη
2. διατηρώ κάτι έτοιμο για χρήση.
Greek Monotonic
προτᾰμιεύω: μέλ. -σω, αποταμιεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προταμιεύω [προτάμνω] vooraf opslaan:. προτεταμιευμένα wat opgeslagen ligt Luc. 45.61.