κακοχρήσμων

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχρήσμων Medium diacritics: κακοχρήσμων Low diacritics: κακοχρήσμων Capitals: ΚΑΚΟΧΡΗΣΜΩΝ
Transliteration A: kakochrḗsmōn Transliteration B: kakochrēsmōn Transliteration C: kakochrismon Beta Code: kakoxrh/smwn

English (LSJ)

Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι)

   A difficult to live with, v.l. for κακοφράσμων, Theoc.4.22, cf. Sch.ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχρήσμων: Δωρ. -χράσμων, ον, (χράομαι) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, δύστροπος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ ταῦρος, ὁ τοῦ Λαμπριάδου δηλονότι... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: κακοφράδμων ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ χρῆμα, κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα.

Greek Monolingual

κακοχρήσμων, -ον και δωρ. τ. κακοχράσμων, -ον (Α)
(πιθ. εσφ. αν. αντί κακοφράδμων) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί κανείς, δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρήσμων (< χρῶμαι), πρβλ. λοξο-χρήσμων].

Greek Monotonic

κᾰκοχρήσμων: Δωρ. -χράσμων, -ον (χράομαι), δύσκολος, δύστροπος στη συγκατοίκηση, αφόρητος στη συμβίωση, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοχρήσμων: дор. κᾰκοχράσμων 2, gen. ονος χράομαι необщительный, нелюдимый, по друг. χρῆμα неимущий, бедный (ὁ δᾶμος Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοχρήσμων -ον, gen. - ονος, Dor. κακοχράσμων [κακός, χράομαι] armzalig.