συγκαταθάπτω

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθάπτω Medium diacritics: συγκαταθάπτω Low diacritics: συγκαταθάπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: synkatatháptō Transliteration B: synkatathaptō Transliteration C: sygkatathapto Beta Code: sugkataqa/ptw

English (LSJ)

   A bury along with, Hdt.2.81, 5.92.ή, Lys.2.60.

German (Pape)

[Seite 964] (s. θάπτω), mit begraben; Her. 2, 81; Lys. 2, 60; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθάπτω: καταθάπτω ὁμοῦ μετά τινος, Ἡρόδ. 2. 81., 5. 92, 7, Λυσί. 196, 12.

French (Bailly abrégé)

ensevelir avec ou en même temps que, τινά τινι.
Étymologie: σύν, καταθάπτω.

Greek Monolingual

Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α καταθάπτω
θάβω μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συγκαταθάπτω: μέλ. -ψω, θάβω βαθιά μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταθάπτω samen (met...) begraven, met acc. en dat.