δωδεκάφυλος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάφῡλος Medium diacritics: δωδεκάφυλος Low diacritics: δωδεκάφυλος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: dōdekáphylos Transliteration B: dōdekaphylos Transliteration C: dodekafylos Beta Code: dwdeka/fulos

English (LSJ)

ον,

   A of twelve tribes, τὸ δ. the twelve tribes of Israel, Act.Ap.26.7.

German (Pape)

[Seite 694] von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάφῡλος: -ον, ὁ εἰς δώδεκα φυλὰς διῃρημένος, τὸ δ., αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 7· λαὸς ὁ δ. Χρ. Σιβ. 2. 171.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de douze tribus ; τὸ δωδεκάφυλον NT les douze tribus d’Israël.
Étymologie: δώδεκα, φυλή.

Spanish (DGE)

(δωδεκάφῡλος) -ον
1 de doce tribus λαός Orac.Sib.3.249, 11.36.
2 subst. τὸ δ. las doce tribus de Israel Act.Ap.26.7, 1Ep.Clem.55.6
subst. ἡ δ. sent. dud., quizá el registro de las doce tribus de Israel Proteu.2.3.

Greek Monolingual

δωδεκάφυλος, -ον (AM)
1. ο διαιρεμένος σε δώδεκα φυλές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφυλον
οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ.

Greek Monotonic

δωδεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δώδεκα φυλές· τὸ δ., οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκάφυλος -ον [δώδεκα, φυλή] subst. n. τὸ δωδεκάφυλον de twaalf stammen (van Israël).