περίπτυγμα

From LSJ
Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτυγμα Medium diacritics: περίπτυγμα Low diacritics: περίπτυγμα Capitals: ΠΕΡΙΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: períptygma Transliteration B: periptygma Transliteration C: periptygma Beta Code: peri/ptugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything folded round, covering, E.Ion 1391.

German (Pape)

[Seite 589] τό, das Herumgefaltete, die Decke, der Deckel, Eur. Ion 1391.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτυγμα: τό, περικάλυμμα, Εὐρ. Ἴων. 1391.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enveloppe.
Étymologie: περιπτύσσω.

Greek Monolingual

τὸ, Α περιπτύσσω
(ποιητ. τ.) περικάλυμμα, σκέπασμα.

Greek Monotonic

περίπτυγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο τριγύρω, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.