σφεδανός

From LSJ
Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφεδᾰνός Medium diacritics: σφεδανός Low diacritics: σφεδανός Capitals: ΣΦΕΔΑΝΟΣ
Transliteration A: sphedanós Transliteration B: sphedanos Transliteration C: sfedanos Beta Code: sfedano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = σφοδρός, vehement, violent, στάσιες Xenoph.1.23; γένυες (sc. λέοντος) AP6.219.12 (Antip.); τόξον Euph.9.10; κάρηαρ Nic.Th.642; ῥοιζός Epic. in Arch.Pap.7p.4.    II Hom. only neut. sg. as Adv., eagerly, σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων Il.11.165, 16.372; σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ 21.542 (Aristarch. and several codd. σφεδανῶν, from σφεδανάω, raging, cf. Theognost.Can.12, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

σφεδᾰνός: -ή, -όν, = σφοδρός, ὁρμητικός, βίαιος, ἰσχυρός, στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, συντόνως, ἐπιτεταμένως, σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 (ἔνθα ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, ὁρμητικός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
violent, véhément, impétueux ; adv. • σφεδανόν IL vivement.
Étymologie: cf. σφαδᾴζω, σφοδρός ; sel. d’autres, apparenté à σπεύδω.

Greek Monolingual

και σφαδανός -ή, -όν, Α
1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.)
2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν
με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ. σφαδάζω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -ανός (πρβλ. ἐδ-ανός, σκεπ-ανός). Το επίθ. συνδέεται με το συνώνυμο του σφοδ-ρός, με υγρό επίθημα -ρός (βλ. λ. σφοδρός)].

Greek Monotonic

σφεδᾰνός: -ή, -όν = σφοδρός,
I. ορμητικός, βίαιος, ισχυρός, σε Ανθ.
II. σε Όμηρ. μόνο ως επίρρ., ορμητικά, με ζήλο, με σπουδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφεδανός -ή -όν [~ σφαδάζω, σφενδόνη] gewelddadig, hevig, heftig. adv. acc. n. onstuimig, wild.