Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γρυμέα

From LSJ
Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῡμέα Medium diacritics: γρυμέα Low diacritics: γρυμέα Capitals: ΓΡΥΜΕΑ
Transliteration A: gryméa Transliteration B: grymea Transliteration C: grymea Beta Code: grume/a

English (LSJ)

(in codd. freq. written γρυμαία), ἡ,

   A bag or chest for old clothes, etc., Diph.127, Poll.10.160, Phryn.PSp.60 B.:—also γρυμεῖα or γροφ-εία, ibid., Et.Gud.d.    II = γρύτη 1 (Hsch.), trash, trumpery, Sotad. Com.1.3; of persons, riff-raff, ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γ. Phld.Ir.p.65 W., cf. Them.Or.21.257a; γ. παντοδαπῶν βιβλίων Dam.Isid.293:—hence γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Luc. Lex.3.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, od. γρυμεία, ältere u. bessere Schreibart für γρυμαία, B. A. 33 aus Diphil.; Sotad. com. bei Ath. VII, 293 a von Fischüberbleibseln.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡμέα: (ἐν χειρογρ. συχν. γρυμαία), ἡ, σάκκοςκιβώτιον παλαιῶν ἐνδυμάτων, κτλ. , Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 45, Πολυδ. Ι΄, 100, Α. Β. 33˙ ὁ τύπος γρυμεία, αὐτ. , Ἐτ. Γουδ. 130. 5. ΙΙ. ὅμοιον τῷ γρύτη Ι (Ἡσύχ.), πράγματα ἀνάξια λόγου, συρφετός, Σωτάδ. Ἐγκλειομ. 1. 3, Ἡρακλ. Κυλινδρ. 1. σ. 64, Θεμίστ. 257 Α, κτλ.˙ -ἐντεῦθεν γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Λουκ. Λεξιφ. 3˙ ἴδε Λοβ. Φρύν. 230.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
friperie.
Étymologie: DELG cf. γρυμαῖα.

Spanish (DGE)

(γρῡμέα) -ας, ἡ

• Grafía: graf. γρυμεῖα Phryn.PS 60, γρυμεία Et.Gud.323.24, γρυμαία Dam.Fr.318, Zonar.

• Morfología: [siempre sg.]
1 cofre, arca, saco de cuero para ajuar doméstico, Diph.128, Hdn.Philet.208, Poll.10.160, Phryn.PS 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.
saco de cuero llevado como coraza καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.Or.21.257a.
2 sg. colect. trastos, chismes Phryn.PS 60, Hsch.
ref. al pescado menudo morralla Sotad.Com.1.3
despect. ref. a pers. gentuza, canalla ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.Ir.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ γρυμέα Them.Or.23.293d.

• Etimología: Deriv. popular de γρῦ q.u.

Greek Monolingual

και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία)
1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων
2. στρατιωτικό σακίδιο
3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι
αρχ.
σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γρυμέα ή γρυμαία και γρύτη ανήκουν σε μια ομάδα δημωδών λέξεων, τών οποίων το επίθημα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το γρυ «κάτι χωρίς αξία»].

Russian (Dvoretsky)

γρῠμέα: или γρῠμαῖα ἡ отбросы, хлам.