ἀπηλιώτης
English (LSJ)
(with or without ἄνεμος), ου, ὁ,
A east wind, Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, Th.3.23; opp. ζέφυρος, Arist.Mete.363b13, cf.Mu. 394b23, Vent.973a13, al.—The Ion. form ἀπηλιώτης is retained in Att., and appears on the Tower of Andronicus Cyrrhestes, CIG 518; ἀφηλιώτης on a later table of the winds, IG14.1308, and in Latin authors, Catull.26.3, SenecaQN5.16.4, Gell.2.22.8.
German (Pape)
[Seite 290] ὁ, ἄνεμος, Ostwind, Her. 4, 22 u. öfter; Eur. Cycl. 19 u. Folgde; eigtl. = von der Sonne her, ion. für ἀφηλιώτης; Arist. mund. 4 meteorol. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηλιώτης: (μετὰ τῆς λεξ. ἄνεμος ἢ καὶ ἄνευ αὐτῆς) ου, ὁ, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος, Λατ. subsolanus, Ἡρόδ. 4. 22., 7. 188 (ἔνθα ἴδε Wessel), Εὐρ. Κύκλ. 19, Θουκ. 3. 23: ἀντίθ. τῷ ζέφυρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 6, πρβλ. π. Κόσμ. 4. 12, Ἀνέμ. Θέσ. 3. κ. ἐξ.: ― Ἐπίθ. ἀπηλιωτικός, ή, ον, ἐκ τοῦ μέρους τοῦ ἀπηλιώτου, ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 21. ― Ὁ τύπος ἀπηλιώτης διετηρήθη παρ’ Ἀττ. καὶ σῴζεται γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ Πύργου τοῦ Ἀνδρονίκου Κυρρήστου ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 518· ἀφηλιώτης, εὕρηται μόνον ἐπὶ μεταγενεστέρου τινος πίνακος τῶν ἀνέμων, αὐτόθι 6180 (ἴδε ἐν λ. ἥλιος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vent d’est.
Étymologie: ἀπό, ἥλιος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tard. ἀφηλιώτης IG 14.1308, Apio en I.Ap.2.2, Cat.26.3
I 1viento del cuadrante este, viento de levantec. ἄνεμος Hdt.4.22, 7.188, E.Cyc.19, sin ἄνεμος Th.3.23, op. Ζέφυρος Arist.Mete.363b13, cf. Mu.394b24, Vent.973a13, LXX Iu.7.18, Ez.21.3, CIG 518 (Torre de Andronico o de los vientos), IG 14.1308, Cat.l.c., Seneca QN 5.16.4, Gell.2.22.8
•del Εὖρος Arist.Fr.250.
2 el Este, Oriente frec. en pap. para indicar demarcaciones POxy.2185.3 (I d.C.), 2722.25 (II d.C.), Apio en I.Ap.2.10, PBerl.Borkowski 7.7 (III/IV d.C.), Cosm.Ind.Top.2.79.
II el Sur Sm. en Thdt.M.81.1005C.
Greek Monolingual
ἀπηλιώτης, ο (Α)
(με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση].
Greek Monotonic
ἀπηλιώτης: -ου, ὁ (ἥλιος), άνεμος που φυσά από την κατεύθυνση από την οποία ανατέλλει ο ήλιος, δηλ. ο ανατολικός άνεμος, Λατ. subsolanus, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηλιώτης: ου ὁ (sc. ἄνεμος) восточный ветер Her., Eur., Thuc., Arst., Plut.