ὑπερφωνέω

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφωνέω Medium diacritics: ὑπερφωνέω Low diacritics: υπερφωνέω Capitals: ΥΠΕΡΦΩΝΕΩ
Transliteration A: hyperphōnéō Transliteration B: hyperphōneō Transliteration C: yperfoneo Beta Code: u(perfwne/w

English (LSJ)

   A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooem.    II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4.    2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.

Greek Monotonic

ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.