κωπηλατέω

From LSJ
Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπηλᾰτέω Medium diacritics: κωπηλατέω Low diacritics: κωπηλατέω Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: kōpēlatéō Transliteration B: kōpēlateō Transliteration C: kopilateo Beta Code: kwphlate/w

English (LSJ)

   A pull an oar, row, opp. κυβερνῆσαι, Arist.Rh.Al.1435a28, cf. Plb.1.2.1, etc.    2 metaph., of any similar motion forwards and backwards, as of a carpenter using an auger, τρύπανον κ. E.Cyc.461.

German (Pape)

[Seite 1546] die Ruder in Bewegung setzen, rudern, Pol. 1, 21, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 40; übertr., ναυπηγίαν δ' ὡςεί τις ἁρμόζων ἀνὴρ διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Eur. Cycl. 460, den Bohrer in Bewegung setzen.

Greek (Liddell-Scott)

κωπηλᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τραβῶ κουπί», Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 25, 7, Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ πάσης ὁμοίας κινήσεως γινομένης πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, οἷον ἐπὶ ξυλουργοῦ μεταχειριζομένου τὸ τρυπάνιον, διπλοῖν χαλινεῖν τρύπανον κωπηλατεῖ Εὐρ. Κύκλ. 461.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ramer.
Étymologie: κωπηλάτης.

Greek Monotonic

κωπηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, τραβώ κουπί· μεταφ., λέγεται για κάθε παρόμοια κίνηση μπρος και πίσω, όπως του ξυλουργού που χρησιμοποιεί το τρυπάνι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωπηλατέω [κωπηλάτης] roeien; met acc.: τρύπανον κωπηλατεῖ hij roeit met de boor (d.w.z. doet hem draaien) Eur. Cycl. 461.