ἀρχικυβερνήτης

From LSJ
Revision as of 14:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχικῠβερνήτης Medium diacritics: ἀρχικυβερνήτης Low diacritics: αρχικυβερνήτης Capitals: ΑΡΧΙΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: archikybernḗtēs Transliteration B: archikybernētēs Transliteration C: archikyvernitis Beta Code: a)rxikubernh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ piloto oficial de la nave de Alejandro Magno, ref. al navegante Onesícrito, Plu.Alex.66, tal vez irón., por sus fabulosas historias, Str.15.1.28, de Timóstenes Rodio, piloto oficial de Ptolomeo II, Marcian.Proëm.2
de otros jefe de pilotos ἀ. τοῦ σύμπαντος στόλου D.S.20.50, cf. PGrenf.2.80.8 (V d.C.).

Greek Monolingual

ἀρχικυβερνήτης, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους κυβερνήτες, ο αρχηγός του στόλου ή μοίρας.

Greek Monotonic

ἀρχικῠβερνήτης: -οῦ, ὁ, ανώτατος κυβερνήτης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχικῡβερνήτης: ου ὁ главный кормчий Plut.